- ἠκήν
- ἠκήedgefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηκή — ἠκή, ἡ (Α) 1. αιχμή, το οξύ άκρο τού δόρατος 2. μτφ. το άκρο, το μεταίχμιο, το σημείο τής συνάντησης («ἵστη κατ ἤκην κύματος τε κἀνέμου», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού ακή (Ι)*] … Dictionary of Greek